καλοναρχώ

καλοναρχώ
(α, ε) см. καλαναρχίζω;

§ όπως τού καλοναρχας ψέλνει — он пляшет под чужую дудку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλοναρχώ" в других словарях:

  • καλοναρχώ — έω βλ. κανοναρχώ …   Dictionary of Greek

  • κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • κανοναρχώ — και κανοναρχάω και καλοναρχώ και καλαναρχώ κανονάρχησα και καλονάρχησα και καλανάρχησα, κάνω το έργο του κανονάρχη: Κανοναρχάει στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»